Παμμακάριστου, μονή

Παμμακάριστου, μονή
Γυναικείο μοναστήρι που ιδρύθηκε τον 12o αι. από τον πρωτοστράτορα Δούκα και τη σύζυγό του Μαρία, αδελφή του Αλεξίου A» Κομνηνού, σε συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Το μοναστήρι αυτό, που ήταν γνωστό και ως μονή Θεοτόκου, χρησιμοποιήθηκε και για την ταφή προσωπικοτήτων, όπως οι Αλέξιος Κομνηνός, Ιωάννης Παλαιολόγος και Άννα Κομνηνή και πολλοί πατριάρχες. Το μοναστήρι ήταν χριστιανικό μέχρι το 1591, οπότε πέρασε στα χέρια των Τούρκων, έγινε τζαμί και μετονομάστηκε σε Φετιχιέ. Σήμερα χάθηκε κάθε ίχνος βυζαντινού τάφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρις — I Επώνυμο Βυζαντινών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας της Νικαίας. 1. Θεόδωρος A’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (2.). 2. Θεόδωρος B’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (3.). 3. Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Βλ. λ. Βατάτζης, Ιωάννης …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”